- πεντάειδος
- πεντάειδος, ον, (εἶδος IV)A composed of five ingredients, of a remedy, Aët. 15.30.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεντάειδος — ον, Α (για φαρμακευτικό παρασκεύασμα) αυτός που αποτελείται από πέντε είδη, δηλ. από πέντε συστατικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + εἶδος (πρβλ. επτά ειδος)] … Dictionary of Greek
πεντάειδον — πεντάειδος composed of five ingredients masc/fem acc sg πεντάειδος composed of five ingredients neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek